- λυσοζύμη
- Ένζυμο της ομάδας των υδρολασών. Καταστρέφει το κυτταρικό τοίχωμα των βακτηρίων και προκαλεί έτσι τη λύση των κυττάρων. Είναι μια πρωτεΐνη με μοριακό βάρος περίπου 14.000 και η πολυπεπτιδική της αλυσίδα, μήκους 129 αμινοξέων, είναι τυλιγμένη έτσι ώστε να σχηματίζει ένα συμπαγές σφαιρίδιο. Το σφαιρίδιο αυτό χωρίζεται σε δύο τμήματα από μία σχισμή: στο ένα τμήμα του, τα περισσότερα από τα αμινοξέα που περιέχει (λευκίνη, ισολευκίνη, τρυπτοφάνη) περιέχουν υδρόφοβες ομάδες, ενώ στο άλλο τα περισσότερα αμινοξέα (ασπαραγινικό οξύ, λυσίνη, αργινίνη) περιέχουν πολικές ομάδες. Βρίσκεται στον ιδρώτα, στα δάκρυα και στο σάλιο του ανθρώπου και λειτουργεί ως αμυντικός μηχανισμός για την παρεμπόδιση της εισόδου των παθογόνων μικροοργανισμών στο ανθρώπινο σώμα. Η λ. ανακαλύφθηκε το 1921 από τον Αλεξάντερ Φλέμινγκ και χρησιμοποιείται σε παρασκευάσματα κατά των παθήσεων των ματιών, του ρινοφάρυγγα, των ούλων και στα εγκαύματα.
* * *η(βιοχ.) ένζυμο που απαντά σε εκκρίσεις τών δακρυγόνων αδένων και τού στομάχου, σε διαφόρους ιστούς και στον ρινικό βλεννογόνο τών ζώων, καθώς και στη λέκιθο τού αβγού, και που καταλύει την αποικοδόμηση ορισμένων υδατανθράκων οι οποίοι απαντούν στις κάψες που περιβάλλουν ορισμένα βακτήρια.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., γαλλ. lysozyme < lys- (< λύω) + zyme (< ζύμη)].
Dictionary of Greek. 2013.